Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Αποτειχισθέντες Πατέρες







Οι Ορθόδοξοι Ιερείς της Ελλάδος που δεν δεν έχουν ουδεμία Εκκλησιαστική Κοινωνία με τους Αιρετικούς Οικουμενιστές και τους Παρασυνάγωγους Γ.Ο.Χ.


Μακεδονία: 

Π. Θεόδωρος Ζήσης.

Π. Φώτιος Βεζύνιας.



Μοναχός Σάββας Καστοριά και Καλαμάτα:

6949159957


Π. Ευγένιος: 

699 560 8410


Γ. Μακάριος: 

6976903310



Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Κοζάνης:

2463061261



 Π. Αλύπιος 

Άγιον Όρος: 

6938089843

2377022932



Π. Γεώργιος Αγγελακάκης

 Τρίλοφος Θεσσαλονίκης:

 2392061932



Π. Φώτιος Τζούρας

Κάτω Πορόϊα Σερρών:

6942571684



Θεσσαλία: 

Π. Σεραφείμ 

Άγιος Βουκόλος Μαυρομάτι Καρδίτσας: 

2441094289


Γέρων Νεκτάριος:

 6975607150 


Π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς.

Ιερά Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου

Σταγιάτες Βόλου.



Στερεά Ελλάς: 

Π. Ευστράτιος

Αθήνα: 

6977 872 488 



Π. Σταύρος Βάϊος

Λαμία:

2231043065 


Πελοπόννησος: 

Γερόντισα Μελάνη

Καλαμάτα: 

6978915602


Στην Πελοπόννησο έρχονται Ιερείς μετά απο επικοινωνία με τνη Γερόντισα.


Κρήτη: 

Γ. Σάββας λαυριώτης:

 6906129467


Π. Σπυρίδων Δαμανάκης

Κρήτη, Αθήνα, Καλαμάτα:

6948530582





Αιγαίο Πέλαγος:


Π. Γαβριήλ Άγιος 

Μάρκος Χίος, Μυτιλήνη: 

2271079253





Εάν έχετε κάποια απορία παρακαλώ επικοινωνίστε μαζί μας μέσω Email.


agiospaisios1995@gmail.com





Βασίλισσα των Ελλήνων Όλγα. Η << Αγία Βασίλισσα >>

 





Η Βασίλισσα των Ελλήνων Όλγα και η φιλανθρωπική δράση της ( 1851 - 1926 μ.Χ.)



Ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄ Φωκάς Τσιμισκής Διγενής Κομνηνός Άγγελος Λάσκαρης παντρεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 27 Οκτωβρίου 1867  τη θυγατέρα του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου Νικολάγεβιτς, υιού του αυτοκράτορος της Ρωσίας Νικολάου Α', και της Μεγάλης Δούκισσας Αλεξάνδρας του Σάξ — Αλντενμπουργκ, την Όλγα.




Η Βασίλισσα Όλγα με Ελληνική Παραδοσιακή Φορεσιά. 


Ο λαός των Αθηνών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τη νεαρή βασίλισσα — δεκαέξι χρονών τότε- η οποία σύντομα έγινε αγαπητή σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Τη δημοτικότητά της ενέτεινε το γεγονός ότι γέννησε υιό, τον Κωνσταντίνο ΙΓ´, διάδοχο του ελληνικού θρόνου.


Από τα πρώτα έτη της βασιλείας της, η Βασίλισσα Όλγα παρείχε τη θαλπωρή εκείνη, η οποία έμοιαζε ως μητρική στοργή προς τους δεινοπαθούντες. Με την συνδρομή των εν Ρωσία συγγενών της και των εύπορων Ελλήνων του εξωτερικού, εξασφάλισε την πλήρη περίθαλψη των οικογενειών των εν Κρήτη μαχητών. Αυτή ήταν και η αφετηρία για μία πολύπλευρη κοινωφελή δράση με κύριο στόχο την ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων στην χωρά μας. Πιστή χριστιανή και πολύτεκνη μητέρα, η Όλγα με ενθουσιασμό ασχολήθηκε με όλα τα είδη των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων, προκαλώντας στους Έλληνες σεβασμό.


Την κοινωνική της δραστηριότητα η Όλγα άρχισε με τη δημιουργία της Συνέλευσης των Γυναικών, η οποία περιέλαβε τις δεσποινίδες και τις γυναίκες από τις επιφανέστερες ελληνικές οικογένειες. Έτσι η Όλγα πήρε υπό την επίβλεψή της τη συστηματική διαδικασία ανάπτυξης της εκπαίδευσης και της ανατροφής των γυναικών.



Υπό την υψηλή της προστασία ιδρύεται η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», το «Αμάλειον Ορφανοτροφείο Κορασίδων», η «Σχολή Νοσοκόμων», η «εν Χριστώ Αδελφότης» και το «Εφηβείον του Γεωργίου Αβέρωφ». Το 1884, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας και με την αρωγή εθνικών ευεργετών του Συγγρού, Μαρασλή, Ράλλη, αλλά και των Ρώσων αυτοκρατόρων χτίστηκε το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Οι «Γυναικείες Φυλακές» το εν Αθήνας «Πτωχοκομείο», το εν Πειραιά «Ρωσικό Νοσοκομείο» είναι επίσης έργα της Βασιλίσσης Όλγας. Με δική της πρωτοβουλία και για να τονώσει την πίστη του λαού, μεταφράστηκε το Ευαγγέλιο στην καθομιλουμένη.


Επίσης χτίσθηκαν καινούριες εκκλησίες και πολλά παρεκκλήσια. Με υποτροφίες της οι νέοι Έλληνες πήγαιναν για σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η Όλγα πέτυχε την οργάνωση του πρώτου σωφρονιστικού ιδρύματος για ανηλίκους, οι οποίοι μέχρι τότε κρατούνταν σε φυλακές με ενηλίκους. Στις 10 Ιουνίου 1877 με πρωτοβουλία της ιδρύθηκε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός όπου η ίδια βοηθούσε ως νοσοκόμα.


Η εργασία στα στρατιωτικά νοσοκομεία έγινε το κύριο έργο της ζωής της. «Πιθανών είναι φυσιολογικό — έγραφε η Όλγα — ότι τα τρυφερά και χαρούμενα πρόσωπα των αρρώστων μου ζεσταίνουν την ψυχή. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ ότι το στοιχείο μου είναι το νοσοκομείο…!».


Με τον απλό λαό η Βασίλισσα Όλγα γνωρίστηκε από κοντά κατά τη διάρκεια τον πολλών ταξιδιών της και ιδιαίτερα στους καιρούς των πολέμων και των φυσικών καταστροφών. «Είναι καταπληκτικό το πόσο κοντά με έφεραν με τον λαό τα τελευταία γεγονότα — έγραφε η Βασίλισσα των Ελλήνων — αυτός ο λαός είναι καταπληκτικός…». Σ’ μια άλλη επιστολή έγραφε: «Παρατηρώ ένα πράγμα, πολύ σπουδαίο: κατά τη διάρκεια του πολέμου και των δοκιμασιών και συμφορών που έφερε, συνδέθηκα έντονα με την Ελλάδα».


Επί κεφαλής της περιθάλψεως των τραυματιών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους βρισκόταν συνεχώς στο μέτωπο και στο πλάι των Ελλήνων στρατιωτών.


Η Όλγα με όλη τη καρδιά της συμπονούσε τους Έλληνες. Σ' ένα από τα γράμματά της προς τον αδερφό της Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Κωνσταντίνοβιτς, έγραφε: «αν ήξερες, τι δυνατή φλόγα καίει μέσα μου για να βοηθάω, να παρηγορώ, να επιδένω πληγές, να υπηρετώ αυτούς τους δυστυχισμένους. Αν ήξερες, τι σιχαμερό είναι να πίνεις και να τρως διάφορα πιάτα στο γεύμα, όταν μόλις τώρα έβλεπα πως τα μικρά παιδιά τρώνε μόνο ένα ξερό ψωμί, πως τα μωρά πεθαίνουν επειδή οι μάνες δεν έχουν γάλα λόγω της έλλειψης τροφής».


Η ζωή της Βασίλισσας Όλγας ήταν τραγική, είδε την άνοδο και την πτώση του Ελληνικού βασιλικού οίκου, αλλά και το τέλος της δυναστείας των Ρομανόφ. Όλη τη ζωή της η Όλγα υπηρετούσε την Ελλάδα και αγαπούσε τη Ρωσία, αλλά το τέλος της ζωής της το βρήκε μακριά από τις χώρες για το καλό των οποίων έζησε.



Έζησε την Κοίμηση τριών απο απο τα επτά παιδιά της, Όλγας (1880), Αλεξάνδρας (1891) Κωνσταντίνου ΙΓ΄ (1923), όπως και την Δολοφονία του Συζύγου της Βασιλέως Γεωργίου Α´ το 1913, καθώς και την Κοίμηση του Εγγονού της, Βασιλέως των Ελλήνων Αλέξανδρου Ε´ το 1920.


Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη Βασίλισσα Όλγα στην Αγία Πετρούπολη. Μετά την επανάσταση των Κομμουνιστών του 1917 υπέφερε πολλά για να κατορθώσει να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου της ανετέθη το 1920 η αντιβασιλεία, μέχρι του δημοψηφίσματος και της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΓ΄ .


Μετά την επιστροφή του, πήγε στη Ρώμη και έζησε με τον πρίγκιπα Χριστόφορο όπου και πέθανε το 1926. Κηδεύτηκε στη Φλωρεντία, στην κρύπτη της εκεί Ρωσικής Εκκλησίας δίπλα σε αυτή του γιου της, Βασιλέως Κωνσταντίνου. Μετά από 10 χρόνια, στις 17 Νοεμβρίου 1936 τα λείψανα της μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι.

Το φιλανθρωπικό έργο της Όλγας απέδειξε ότι οι ανθρώπινες αρετές των Βασιλέων είναι πηγή ζωής διά το Ελληνικό Έθνος. Αφιέρωσε όλη τη ζωή της στη φιλανθρωπία, από την κατασκευή μεγάλων ιδρυμάτων έως τις προσευχές αγάπης και παρηγοριάς στις κλίνες των τραυματισμένων στρατιωτών.


Δι αυτό ονομάζεται πολλές φορές και ως η << Αγία Βασίλισσα >>





ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 


ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



«Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α' Θεσ. Ε' 17-18).

«Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. ΡΓ´33).

«Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε (Κύριε)» (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 164).









Διακοπή Εκκλησιαστικής Κοινωνίας με τους Αιρετικούς ΠΣΕσατζίδες-Οικουμενιστές και τους Παρασυνάγωγους ΓΟΧ η μόνη οδός σωτηρίας


   Ὁ ἄνθρωπος ὅπως γνωρίζομεν εἶναι σύνθετος ἀπὸ δύο μέρη, ὑλικὸν σῶμα καὶ ἄϋλον, νοεράν, λογικὴν ψυχήν. Διὰ τὴν συντήρησιν τῶν δύο αὐτῶν μερῶν χρειάζονται τὰ ἀντίστοιχα συστατικά, ὑλικὰ καὶ ἄϋλα, διὰ μὲν τὸ σῶμα αἱ ὑλικαὶ τροφαί, διὰ δὲ τὴν ψυχήν, ἡ ἄϋλος τροφή, ἤτοι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Προσευχή, ἡ Πίστις, ἡ Ἐλπίς, καὶ ἡ Ἀγάπη πρὸς τὴν Πηγὴν τῆς ζωῆς, τὸν Τρισυπόστατον Θεόν, τὸν Δημιουργὸν παντὸς τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου κόσμου.


  Ἡ παραμέλησις τῆς τροφῆς τοῦ σώματος ἐπιφέρει ἀσθενείας καὶ θάνατον. Ἡ παραμέλησις τῆς τροφῆς τῆς ψυχῆς ἐπιφέρει ἀντιστοίχως ψυχικὰς ἀσθενείας καὶ ψυχικὸν θάνατον. Θάνατος διὰ τὴν ἀθάνατον ψυχὴν βεβαίως δὲν εἶναι ἡ διάλυσίς της ἢ ἡ ἐξαφάνισίς της, ὡς νὰ ἀπετελεῖτο ἀπὸ μέρη, ὅπως τὸ σῶμα. Ὄχι, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἁπλοῦν πνεῦμα, «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ ὑπεραπλουστάτου Ἀκτίστου Θεοῦ. Θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ χωρισμός της ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ νέκρωσις πολλῶν ἐκ τῶν φυσικῶν της δυνάμεων. Γέγραπται γάρ: «Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις, .....καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφεσ. Β´ 1, 5), καὶ πάλιν, «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ... ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. Η´ 22). Ἡ νενεκρωμένη ψυχή, χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ στερουμένη τῶν πλείστων φυσικῶν της δυνάμεων, ἐπιδρᾶ ἐπιβλαβῶς καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος, μὲ συνέπειαν νὰ προκύπτουν ἀσθένειαι καὶ νευρώσεις. Μαρτυρεῖ τοῦτο καὶ ἡ Θεία Γραφή: «Οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς Σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου» (Ψαλμ. ΛΖ´4). Ἀπ᾽ ἐναντίας, ἡ ψυχὴ ἡ ἡνωμένη μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Προσευχῆς, εἶναι ζῶσα καὶ ὑγιής, καὶ ἡ ὑγεία της ἐπιδρᾶ καὶ μεταφέρεται καὶ εἰς τὸ σῶμα, ὡς ὑγεία καὶ ὡς βαθεία εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.


   Ἡ ψυχή, ὡς ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα καὶ πολυτιμωτέρα τοῦ ὑλικοῦ σώματος, χρήζει σπουδαιοτέρας προσοχῆς, κατὰ τὴν νουθεσίαν τοῦ Κυρίου: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;» (Ματθ.ΣΤ´ 25) Περὶ τῆς ψυχῆς λέγει ὁ Κύριος: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ.ΙΣΤ.26)


  Ὅσον ἀναγκαῖαι διὰ τὴν ἐπιβίωσιν τοῦ σώματος εἶναι αἱ ὑλικαὶ τροφαὶ καὶ ἡ ἀναπνοή, τόσον καὶ πολὺ περισσότερον ἀναγκαῖαι διὰ τὴν ἐπιβίωσιν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Προσευχὴ καὶ ἡ Θεία Χάρις. «Εἴπερ ἄρτος Ἀγγέλων λόγος, ᾧ ψυχαὶ τρέφονται καὶ ποτίζονται Θεὸν πεινῶσαι, καὶ ζητοῦσαι τροφὴν οὐ ῥέουσαν οὐδ᾿ ἀπιοῦσαν, ἀλλ᾿ ἀεὶ μένουσαν» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, P.G. 36, 545Β).


   Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτον φυσικὴν ἀνάγκην νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν Θεόν. Ἡ δὲ ἐπικοινωνία καὶ ὁμιλία μὲ τὸν Θεόν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι Κοινωνία Προσώπων, καὶ αὐτὸ λέγεται. Ἐκκλησία Θεοῦ.


  Ἡ Προσευχὴ εἶναι ἡ ἄμεσος ἐπικοινωνία τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἐξ οὗ χορηγεῖται ἡ Θεοποιὸς Ἄκτιστος Θεϊκὴ Χάρις. Διὰ τοῦτο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μᾶς ὑπενθυμίζει: «Μνημονευτέον γὰρ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον, ὡς ὁ Θεολόγος ἔφη Γρηγόριος» (P.G. 55, 703).


   Ὅσοι ἔλαβον πεῖραν τῆς Προσευχῆς, τῆς Θεουργοῦ αὐτῆς συνομιλίας μετὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν παύουν παντοιοτρόπως νὰ μᾶς παραινοῦν πρὸς αὐτήν. Μετὰ μεγίστης προθυμίας τρέχει πρὸς τὴν Προσευχὴν ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς Σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. ΚΣΤ´ 9). Ὁμοίως καὶ πρὸ αὐτοῦ ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ΡΒ´ 1). Καὶ πάλιν: «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. ΡΒ´ 22). Καὶ πάλιν: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου» (Ψαλμ. ΡΜ´ 2).


   Ἄνευ τῆς Προσευχῆς δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ στοιχῶμεν μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνοδοιπορῶμεν μὲ τοὺς Ἁγίους ἐν Πίστει καὶ Ἐλπίδι καὶ Ἀγάπῃ. Μέσῳ τῆς Προσευχῆς αἰτεῖται καὶ διὰ τῆς Προσευχῆς ταῦτα λαμβάνει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά Σου, ὅτι Σὺ εἶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. ΡΜΒ´ 10). «Ὅτι παρὰ Σοὶ πηγὴ ζωῆς· ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. ΛΕ´ 10).


   Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ζωὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ νόημα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ κάθε λογικῆς φύσεως, εἴτε ζώσης ἐπὶ τῆς γῆς, εἴτε κεκοιμημένης εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, εἴτε Ἀγγελικῆς ἐν τῷ οὐρανῷ. Ὑπὸ μίαν ἔννοιαν, προσεύχεται πᾶσα ἡ κτίσις, ἀκόμη καὶ ἡ ἄλογος καὶ ἄψυχος, κατὰ τὴν Ψαλμικὴν παραίνεσιν: «Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς.... Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι· πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ· τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι· τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά» (Ψαλμ. ΡΜΗ´3-10). Πόσον ἀλογώτερος τῶν ἀλόγων καὶ ἀναισθητότερος τῶν ἀψύχων πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς διὰ νὰ μὴν προσεύχεται πρὸς τὸν Δοτῆρα τῆς ζωῆς, πρὸς τὴν Πηγὴν τῆς συνέσεως, πρὸς τὴν Ἄβυσσον τῆς φιλανθρωπίας, πρὸς τὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, πρὸς τὸν Θεόν, τὸν γενόμενον καὶ ἄνθρωπον ἵνα τὸν ἄνθρωπον ἀναπλάσῃ κατὰ Χάριν ὡς θεόν; Μόνον οἱ Δαίμονες δὲν προσεύχονται.


   Ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, Ἄγγελοι, Δίκαιοι, Πατριάρχαι, Προφῆται, Ἀπόστολοι, Ἱεράρχαι, Μάρτυρες, Ὅσιοι, καὶ λοιποί, συνέζησαν μετὰ τῆς Προσευχῆς, ὡς Θείας καὶ Ἱερᾶς Μυσταγωγίας, διὰ τῆς ὁποίας κατορθοῦται ἡ κατὰ Χάριν Θέωσις ἐν τούτῳ τῷ κόσμῳ καὶ ἡ πρὸς τὴν Θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν μετάβασις.


   Ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ ἁπλότητα, ἁγνότητα, πίστιν καὶ καθαρὰν καρδίαν ὡς ἔμφυ τος φυσικὴ ἀνάγκη καὶ συμβαδίζει μὲ βίον σύμφωνον πρὸς τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἑνώνει μαζί Του, μᾶς καθιστᾶ διὰ τῶν Ἁγίων καὶ Ἱερῶν Μυστηρίων μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας.


   Ἡ προσευχὴ εἶναι Θεοδίδακτος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε τοὺς Μαθητὰς καὶ πάντας τοὺς Πιστοὺς τὴν Προσευχὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μάλιστα ὡς προσευχὴ τέκνων πρὸς Πατέρα: «Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...» (Ματθ. ΣΤ´ 9-13).


   Ἡ προσευχὴ εἶναι τεῖχος καὶ ὀχύρωμα ἔναντι τῶν πειρασμῶν, καὶ τοῦτο κατὰ τὸ ἀκαθαίρετον πρόσταγμα τὸ Δεσποτικόν: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. ΚΣΤ´ 41).


   Ἡ προσευχὴ εἶναι πάντοτε εὔκαιρος: «Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (Ἰακ. Ε´ 13).


   Διὰ τῆς προσευχῆς ἀποκτᾶται ἐλευθερία ἐκ δεσμῶν καὶ φυλακῆς: «Ὁ μὲνοὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ» (Πράξ. ΙΒ´ 5).


Διὰ τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος τυγχάνει τῆς σωτηρίας του: «Καὶ ἔσται, πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίουσωθήσεται» (Ἰωὴλ Γ´ 5).


   Διὰ τῆς προσευχῆς τελεῖται πᾶν Ἱερόν, Ἁγιαστικὸν Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας.


   Ἡ Προσευχὴ καὶ ἡ Λατρεία, ὡς μία πηγαία εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα ἡμῶν εἶναι ὅ,τι εὐγενέστερον, ὅ,τι ὡραιότερον, ὅ,τι ἁγιώτερον στολίζει, ὁμορφαίνει, ἡρεμεῖ, ἁγιάζει καὶ χαριτώνει τὸν ἄνθρωπον, καὶ φανερώνει τὴν ὑψηλοτέραν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀφεύκτως ἐκφράζεται εἰρηνικῶς καὶ εἰς τὸ πρόσωπόν του.


   Ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία καὶ ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑψηλοτέρα καὶ ἁγιωτέρα ἐργασία εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. «Δὲν εἶναι ἄλλη ἀρετὴ οὔτε ὑψηλοτέρα οὔτε ἀναγκαιοτέρα ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Προσ ευχήν...... Ἡ Ἱερὰ ὅμως Προσευχή, αὐτὴ μόνη ἑνώνει· αὐτὴ μόνη συνάπτει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἀντιστρόφως τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀποτελεῖ τὰ δύο εἰς πνεῦμα ἕν. Μὲ τὸ νὰ εἶναι μία ἄμεσος ἕνωσις καὶ ἕνας σφικτὸς σύνδε σμος τοῦ Κτίστου μὲ τὰ λογικὰ κτίσμα τα· ἔτσι ὑψηγορεῖ ὁ... Θεσσαλονίκης... Γρηγόριος.... ἡ δὲ τῆς εὐχῆς δύναμις, αὐτὴν ἱερουργεῖ καὶ τελεσιουργεῖ τὴν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖον ἀνάτασίν τε καὶ ἕνωσιν, σύνδεσμος οὖσα τῶν λογικῶν πρὸς τὸν Κτίσαντα κτισμάτων» (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Περὶ Προσευχῆς, Φιλοκαλία, σελ.962, καὶ Ἀόρατος Πόλεμος, Μέρος Δεύτερον, Κεφ. Δ´).


   Μία συνοπτικὴ προσευχὴ ἡ ὁποία ἀξίως θεωρεῖται περίληψις τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δύναται ἀδιαλείπτως ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας νὰ ἀναπέμπεται εἶναι ἡ ὑπὸ τῶν Νηπτικῶν Ἁγίων Πατέρων Νοερὰ Προσευχή: «Κύριε Ἰη σοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».


   Τὸ δὲ νὰ αἰτῶμεν παρὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτον εἰς τὸν Θεόν: «Καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. ΚΑ´ 22).


   Τοῦτο καὶ ἡμεῖς προθύμως, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, ἐκ καρδίας νοερῶς ποιοῦμεν, ἐλπίζοντες ἀναμφιβόλως εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς αἰτήσεώς μας.


   Ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅλα τὰ ἀνωτέρω, παρακαλοῦμε τὸν Θεόν, διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐμφυτεύσῃ καὶ ἐντὸς ἡμῶν τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς προσευχῆς, καὶ τηρῇ πάντας ἡμᾶς ἡνωμένους τῇ Ἀκτίστῳ Αὐτοῦ Θείᾳ Χάριτι, καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν. Ἀμήν. Γένοιτο.




«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,


Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με


τὸν ἁμαρτωλόν.»


● ♦ ●


«Ὑπεραγία Θεοτόκε,


σῶσον ἡμᾶς.»



Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ομολογία Πίστεως Δαμάσου ἐπισκόπου ῾Ρώμης

 




῾Ομολογία Πίστεως Δαμάσου ἐπισκόπου ῾Ρώμης

 ᾿Εκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ Θεοδωρήτου

 Ὁμολογία τῆς καθολικῆς πίστεως, ἣν ὁ πάπας Δάμασος ἀπέστειλε πρὸς τὸν ἐπίσκοπον Παυλῖνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ὃς ἐγένετο ἐν Θεσσαλο­νίκῃ.





 Ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἐν Νικαίᾳ σύνοδον αὕτη ἡ πλάνη ἀνέκυψεν, ὥστε τολμᾶν τινας βεβήλῳ στόματι εἰπεῖν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον γεγενῆσθαι διὰ τοῦ υἱοῦ, ἀναθεματίζομεν τοὺς μὴ μετὰ πάσης ἐλευθερίας κηρύττοντας σὺν τῷ πατρὶ καὶ τῷ υἱῷ τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς οὐσίας τε καὶ ἐξουσίας ὑπάρχειν τὸ ἅγιον πνεῦμα. ῾Ομοίως δὲ ἀναθεματίζομεν καὶ τοὺς τῇ τοῦ Σαβελλίου ἀκολουθοῦντας πλάνῃ, τὸν αὐτὸν λέγοντας καὶ πατέρα εἶναι καὶ υἱόν. ᾿Αναθεματίζομεν Ἄρειον καὶ Εὐνόμιον, οἳ τῇ ἴσῃ δυσσεβείᾳ, εἰ καὶ τοῖς ῥήμασι διαφέροντες, τὸν υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα κτίσμα εἶναι διισχυρί­ζονται. ᾿Αναθεματίζομεν τοὺς μακεδονιανούς, οἵ τινες ἐκ τῆς τοῦ Ἀρείου ῥίζης καταγόμενοι οὐχὶ τὴν ἀσέβειαν ἀλλὰ τὴν προσηγορίαν ἐνήλ­λαξαν. Ἀναθεματίζομεν Φωτεινόν, ὃς τὴν τοῦ Ἐβίωνος αἵρεσιν ἀνακαινίζων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μόνον ἐκ τῆς Μαρίας ὡμολόγει. Ἀναθεματίζομεν καὶ τοὺς δύο υἱοὺς εἶναι διισχυριζομένους, ἕνα πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἄλλον μετὰ τὴν τῆς σαρκὸς ἐκ τῆς Μαρίας ἀνάληψιν. Ἀναθεματίζομεν κἀκείνους οἵ τινες ἀντὶ λογικῆς ψυχῆς διισχυρίζονται ὅτι ὁ τοῦ θεοῦ Λόγος ἐστράφη ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί. αὐτὸς γὰρ ὁ υἱὸς ὁ τοῦ θεοῦ Λόγος οὐχὶ ἀντὶ τῆς λογικῆς καὶ νοερᾶς ψυχῆς ἐν τῷ ἑαυτοῦ σώματι γέγονεν, ἀλλὰ τὴν ἡμετέραν, τουτέστι λογικὴν καὶ νοεράν, ἄνευ τῆς ἁμαρτίας ψυχὴν ἀνέλαβέ τε καὶ ἔσωσεν. Ἀναθεματίζομεν καὶ τοὺς λέγοντας τὸν λόγον τοῦ θεοῦ τῇ ἐκτάσει καὶ τῇ συστολῇ ἀπὸ τοῦ πατρὸς κεχωρίσθαι, καὶ ἀνυπόστατον αὐτὸν ἢ μέλλειν τελευτᾶν βλασφημοῦντας. Τοὺς δὲ ἀπὸ ἐκκλησιῶν εἰς ἑτέρας ἐκκλησίας μετελθόντας ἄχρι τοσού­του ἀπὸ τῆς ἡμετέρας κοινωνίας ἀλλοτρίους ἔχομεν, ἄχρις οὗ πρὸς αὐτὰς ἐπανέλθωσι τὰς πόλεις ἐν αἷς πρῶτον ἐχειροτονήθησαν. ἐὰν δέ τις, ἄλλου ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μετελθόντος, ἐν τόπῳ τοῦ ζῶντος ἐχειροτονήθη, ἄχρι τοσούτου σχολάσῃ ἀπὸ τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος ὁ τὴν ἰδίαν πόλιν κατα­λείψας, ἄχρις οὗ ὁ διαδεξάμενος αὐτὸν ἀναπαύσηται ἐν κυρίῳ. Εἴ τις μὴ εἴπῃ ἀεὶ τὸν πατέρα καὶ ἀεὶ τὸν υἱὸν καὶ ἀεὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ τὸν υἱὸν γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρός, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τῆς θείας αὐτοῦ, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ ἀληθινὸν θεὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, ὡς ἀληθινὸν θεὸν τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ πάντα δύνασθαι καὶ πάντα εἰδέναι, καὶ τῷ πατρὶ ἴσον, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις εἴπῃ ὅτι ἐν σαρκὶ διάγων ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, ὅτε ἦν ἐν τῇ γῇ, ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ σὺν τῷ πατρὶ οὐκ ἦν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις εἴπῃ ὅτι ἐν τῷ πάθει τοῦ σταυροῦ τὴν ὀδύνην ὑπέμεινεν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ θεός, καὶ οὐχὶ ἡ σὰρξ σὺν τῇ ψυχῇ, ἥν περ ἐνεδύσατο, μορφὴν δούλου, ἥν περ ἑαυτῷ ἀνέλαβεν, ὡς εἴρηκεν ἡ ἁγία Γραφή, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ ὅτι ἐν τῇ σαρκὶ ἥν περ ἀνέλαβε καθέζεται ἐν τῇ δεξιᾷ τοῦ πατρός, ἐν ᾗ καὶ ἐλεύσεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι ἀληθῶς καὶ κυρίως, ὡς καὶ τὸν υἱὸν ἐκ τῆς θείας οὐσίας καὶ θεὸν θεοῦ Λόγον, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ πάντα δύνασθαι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ πάντα εἰδέναι καὶ πανταχοῦ παρεῖναι, ὡς καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸν πατέρα, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις εἴπῃ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ποίημα ἢ διὰ τοῦ υἱοῦ γεγενῆσθαι, ἀνά­θεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ πάντα διὰ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος τὸν πατέ­ρα πεποιηκέναι, τουτέστι τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος μίαν θεότητα, ἐξουσίαν, θειότητα, δυναστείαν, μίαν δόξαν, κυριότητα, μίαν βασιλείαν, μίαν θέλησιν καὶ ἀλήθειαν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις τρία πρόσωπα μὴ εἴπῃ ἀληθινά, τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, ἴσα, ἀεὶ ζῶντα, τὰ πάντα κατέχοντα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, πάντα δυνάμενα, πάντα κρίνοντα, πάντα ζωοποιοῦντα, πάντα δημιουργοῦντα, πάντα σῴζοντα, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις μὴ εἴπῃ προσκυνητὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον παρὰ πάσης τῆς κτίσεως, ὡς καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸν πατέρα, ἀνάθεμα ἔστω. Εἴ τις περὶ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καλῶς φρονήσει, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος οὐκ ὀρθῶς ἔχει, αἱρετικός ἐστιν, ὅτι πάντες οἱ αἱρετικοί, περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος κακῶς φρονοῦντες, ἐν τῇ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἐθνικῶν ἀπιστίᾳ τυγχάνειν ἐλέγχονται. Εἴ τις δὲ μερίσῃ θεὸν τὸν πατέρα λέγων καὶ θεὸν τὸν υἱὸν καὶ θεὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ διισχυρίσαιτο θεοὺς λέγεσθαι καὶ οὐχὶ θεὸν διὰ τὴν μίαν θεότητα καὶ δυναστείαν, ἥν περ εἶναι πιστεύομεν καὶ οἴδαμεν, τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, θεὸν ἕνα, ὑπεξελόμενος δὲ τὸν υἱὸν καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς μόνον ὑπονοήσει τὸν πατέρα θεὸν λέγεσθαι ἢ πιστεύεσθαι ἕνα θεόν, ἀνάθεμα ἔστω. τὸ γὰρ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τοῖς ἀγγέλοις καὶ τοῖς πᾶσιν ἁγίοις παρὰ τοῦ θεοῦ ἐτέθη καὶ ἐχαρίσθη· περὶ δὲ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, διὰ τὴν μίαν καὶ ἴσην θεότητα, οὐχὶ τῶν θεῶν ὀνόματα ἀλλὰ τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἐνδείκνυται καὶ σημαίνεται, ἵνα πιστεύωμεν ὅτι εἰς πατέρα καὶ υἱὸν καὶ ἅγιον πνεῦμα μόνον βαπτιζόμεθα, καὶ οὐχὶ εἰς τὰ τῶν ἀρχαγγέλων καὶ ἀγγέλων ὀνόματα, ὡς αἱρετικοὶ ἢ ὡς Ἰουδαῖοι ἢ ἐθνικοὶ παραφρονοῦντες. Αὕτη τοίνυν ἡ τῶν Χριστιανῶν σωτηρία ἐστίν, ὥστε πιστεύοντες τῇ τρι­άδι, τουτέστι τῷ πατρὶ καὶ τῷ υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ πνεύματι, καὶ βαπτι­ζόμενοι εἰς αὐτήν, μίαν θεότητα καὶ δυναστείαν καὶ θειότητα καὶ οὐσίαν, εἰς αὐτὸν πιστεύομεν.




Αποτειχισμένοι Ιερείς

Οι Ορθόδοξοι Ιερείς της Ελλάδος που δεν δεν έχουν ουδεμία Εκκλησιαστική Κοινωνία με τους Αιρετικούς Οικουμενιστές και τους Παρασυνάγωγ...